κυκλικός

κυκλικός
κυκλ-ικός, ή, όν,
A circular, moving in a circle,

σῶμα Arist.Cael.289a30

,

κίνησις Placit.2.7.5

;

περίοδος D.S.2.36

: metaph., Procl.Inst.33. Adv. -

κῶς, κινεῖσθαι Arist.Cael.272b24

.
2 of a circle,

λόγος Iamb. in Nic.p.61

P.; κ. ἀριθμός a number which ends in the same digit when squared, Nicom.Ar.2.17.
3 Astrol., subordinate, ruling in rotation, Vett.Val.175.17.
b -κὰ ἔτη the minimum duration of life corresponding to a planet, Balbill. in Cat.Cod.Astr.8(4).236, 237.
4 -κός (sc. πούς), , a form of anapaest in which the long syllable is shorter than a normal long, D.H.Comp.17.
II κυκλικοί, οἱ, the poets of the Epic cycle (cf. κύκλος), Sch.Il.3.242, al.; also

ἡ κ. Θηβαΐς Ath.11.465e

; but τὸ ποίημα τὸ κ. commonplace, conventional poem (cf.IV), Call.Epigr.30.1.
III f.l. for κύκλιος 11,

χορός Lys.21.2

; τῶν κυκλικῶν (v.l. κυκλίων)

αὐλητῶν Luc.Salt.2

.
IV in common use, ἡ κ. (sc. ἔκδοσις) the vulgate, Sch.Od.16.195, 17.25: but Adv. -κῶς conventionally, οὐ κ. τὰ ἐπίθετα προσέρριπται ib.7.115.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυκλικός — circular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… …   Dictionary of Greek

  • κυκλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυκλικά — κυκλικός circular neut nom/voc/acc pl κυκλικά̱ , κυκλικός circular fem nom/voc/acc dual κυκλικά̱ , κυκλικός circular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικώτερον — κυκλικός circular adverbial comp κυκλικός circular masc acc comp sg κυκλικός circular neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικῶν — κυκλικός circular fem gen pl κυκλικός circular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικόν — κυκλικός circular masc acc sg κυκλικός circular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 …   Dictionary of Greek

  • κυκλικαῖς — κυκλικός circular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικαί — κυκλικός circular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλικοῖς — κυκλικός circular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”